- ἀπαγορεύονται
- ἀπαγορεύωforbidpres ind mp 3rd plἀπαγορεύωforbidpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… … Dictionary of Greek
αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
κρυοπληξία — Παθολογική κατάσταση, κατά την οποία η εσωτερική θερμοκρασία του οργανισμού κατεβαίνει κάτω από τους 34°C. Τα περισσότερα ζώα ανέχονται εσωτερική θερμοκρασία 18 20°C· τα μαστοφόρα έχουν ένα όριο ανοχής που φτάνει μέχρι τους 20 22°C. Στον άνθρωπο… … Dictionary of Greek
ουδέτερος — η, ο (ΑΜ οὐδέτερος, έρα, ον, Α και οὐθέτερος, έρα, ον) (αόρ. αντων.) 1. ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανένας από τους δύο (α. «οὐ γὰρ δι ἔχθρας οὐδετέρῳ γενήσομαι», Αριστοφ. β. «οὐδέ τις ἦν ἔριδυς χαλεπῆς λύσις... οὐδετέροις», Ησίοδ.) 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
πιθανολογισμός — ο, Ν (φιλοσ.) δοξασία που καταλαμβάνει ενδιάμεση θέση μεταξύ δογματισμού και σκεπτικισμού, μια μορφή γνωστικού και ηθικού σχετικισμού, η οποία στη γνωσεολογία υποστηρίζει ὁτι ο άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει σε καμιά απόλυτη αλήθεια και, συνεπώς,… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
συνδιαλλαγή — (Νομ.). Προσπάθεια άμεσης, φιλικής επίλυσης μιας διαφοράς ή και το αποτέλεσμα της προσπάθειας. Μπορεί να γίνει χωρίς την παρέμβαση δικαστικού ή άλλου οργάνου και να πάρει τη μορφή συμβιβασμού. Μπορεί όμως να γίνει μεσολάβηση και τρίτων,… … Dictionary of Greek
ταμπού — Απαγόρευση θρησκευτικού χαρακτήρα. Για την ευκολία της έκθεσης και όχι με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, θα κατατάξουμε τους συνηθέστερους τύπους τ. στις εξής κατηγορίες: χρονικά τ., τα οποία αναφέρονται σε ορισμένες χρονικές περιόδους κατά τις… … Dictionary of Greek
αδιάφορα — Στην ηθική διδασκαλία α. ονομάζονται όσα θεωρούνται πως ούτε επιβάλλονται ούτε απαγορεύονται από τον ηθικό νόμο. Έτσι, οι αρχαίοι κυνικοί και στωικοί α.θεωρούσαν (ουκ εφ’ ημίν) την περιουσία, την υγεία, την τιμή, την ίδια τη ζωή και το θάνατο.… … Dictionary of Greek